διαπνέει

διαπνέει
διαπνέω
blow through
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
διαπνέω
blow through
pres ind act 3rd sg (epic ionic)
διαπνέω
blow through
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
διαπνέω
blow through
pres ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγγουριά — (cucumis sativus).Μονοετές ποώδες φυτό, που αριθμεί πολλά είδη με κυριότερα, εκτός από την α., την κόκκινη κολοκυθιά, τη φασολιά και τη φλασκιά. Ο βλαστός του φυτού α. είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσσον, Νταν — (Dan Andersson, 1888 – 1920). Σουηδός μυθιστοριογράφος και ποιητής. Ήταν αυτοδίδακτος και στη ζωή του άσκησε πολλά επαγγέλματα, μεταξύ των οποίων και αυτό του ανθρακοπώλη. Από το 1914 έως το 1915 φοίτησε στην Ανώτερη Λαϊκή Σχολή της Βρουνσβίκης.… …   Dictionary of Greek

  • Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Δαμοδός, Βικέντιος — (Χαβριάτα, Κεφαλονιά 1678/9 – 1752). Φιλόσοφος και θεολόγος. Σπούδασε νομικά και φιλοσοφία στο Φλαγγινιανό Ελληνομουσείο της Βενετίας και στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Μετά την επιστροφή στην πατρίδα του επιδόθηκε αρχικά στη δικηγορία και έπειτα… …   Dictionary of Greek

  • Ιέ, Πολ — (Paul Huet, 1803 – 1869). Γάλλος ζωγράφος. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στις τοπιογραφίες, τις οποίες διαπνέει άκρατος ρομαντισμός. Το έργο των Γάλλων ρομαντικών είχε εμπνεύσει πολλούς πίνακές του. Από αυτούς, οι πιο αξιόλογοι είναι Ο καβαλάρης και Ο… …   Dictionary of Greek

  • Καρπίνσκι, Φραντσίσεκ — (Franciszek Karpinski, 1741 – 1825). Πολωνός ποιητής. Εκπρόσωπος του θρησκευτικού και αισθηματικού λυρισμού, ο K. κατάφερε να εκφράσει με το έργο του τον ερωτισμό, πλαισιωμένο με ωραίες εικόνες της φύσης. Αντλώντας τα θέματά του από τις συνήθειες …   Dictionary of Greek

  • Λόρενς, Ντέιβιντ Χέρμπερτ — (David Herbert Lawrence, Ίστγουντ, Αγγλία 1885 – Βανς, Προβηγκία 1930). Άγγλος συγγραφέας. Αν και καταγόταν από εργατική οικογένεια, αντιμετώπιζε τις επίμονες προτροπές της οικογένειάς του να λάβει επιμελημένη μόρφωση. Δημοσίευσε το πρώτο του… …   Dictionary of Greek

  • Λόρκα, Φεντερίκο Γκαρθία — (Federico Garcia Lorca, Φουεντεβακέρος, Γρενάδα 1898 – 1936). Ισπανός ποιητής και δραματουργός. Γιος αγρότη και δασκάλας, φοίτησε σε ένα σχολείο ιησουιτών, ενώ το 1923 έλαβε πτυχίο νομικής. Σε όλη τη διάρκεια των σπουδών του (1913 28) σύχναζε… …   Dictionary of Greek

  • Λουκρήτιος — (Titus Lucretius Carus, Καμπανία 99; – 55 π.Χ.). Λατίνος ποιητής, συγγραφέας του εξάτομου ποιήματος Περί της φύσης των πραγμάτων (De rerum naturae). Σύμφωνα με μία πληροφορία που παραδίδει ο άγιος Ιερώνυμος, ο Λ. παραφρόνησε εξαιτίας ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”